11-04-16 Από το 15ο Γυμνάσιο Λάρισας
Ανθρω[ποιά;]
Στα ξένα εδάφη αναζητώ απεγνωσμένα το οικείο άρωμα
Το άρωμα του σπιτιού που άφησα πίσω
Ο κόσμος μου κατακερματισμένος σε θραύσματα
Πήλινων αγγείων σε περβάζια έρημων σπιτιών
Ξεθωριασμένες οι εικόνες της πατρίδας μου
Η ζωή μου μια ασπρόμαυρη βουβή ταινία
Δίχως τέλος
Μόλις ξημερώσει απλά φεύγουν οι σκέψεις μου
Λες και είναι φαντάσματα που φεύγουν με την αυγή
Και μένει ένα κενό μέσα μου
Κανείς δεν επιλέγει να εγκαταλείψει το σπίτι του
Κανείς τη νύχτα δεν φεύγει σαν φυγάς
Η βιαιότητα του πολέμου με ανάγκασε να φύγω
Η θηλιά στο λαιμό μου έσφιγγε
Οι εφιάλτες με έπνιγαν
Και εγώ βυθίζομαι στην θλίψη
Καθώς ακούω μάνες να ουρλιάζουν με παιδιά στην αγκαλιά
Σκύβω το κεφάλι μου και σέρνομαι στα ερείπια
Μα το μαχαίρι είναι κοφτερό
Και η φωτιά με πλησιάζει
Έπρεπε να φύγω.
Και είπα στην μάνα μου
«Πιστεύω θα μου λείπεις για πάντα»
Και μου απαντά
«Σε παρακαλώ φύγε πριν τα δάκρυα γίνουν λυγμοί»
Και θέλω να φωνάξω δυνατά να ακουστεί
Βουρκώνω, κλαίω, πονάω, πεθαίνω.
Σώστε με.
Βοήθεια!
Άνθρωποι στοιβάζονται σε πορτοκαλί βάρκες σωτηρίας
Που θα τους οδηγήσουν στην όαση που αναζητούν
Και ενώ εγώ μάθαινα από μικρός ότι οι θάλασσες σε ηρεμούν
Κανείς ποτέ δεν μου ‘μαθε
Πως άμα ηρεμήσεις τόσο μπορεί και να σε πνίξουν.
Και η στεριά εμπόδιο
Σύνορα κλειστά,μάτια κλειστά
Κάνουν πως δεν μας βλέπουν
Μα εγώ δεν θέλω το σπίτι σου
Αλληλεγγύη και ένα πιάτο φαγητό ζητώ
Και εγώ βυθίζομαι στην θλίψη
Μα απόψε φυσάει και οι δρόμοι τρέχουν λαχανιασμένοι
Όμως σήμερα βιάζομαι …
Να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
Και στη θέση της ν’ ακουμπήσω
Ένα κάτασπρο τριαντάφυλλο .
Κουτσοφλίνη Κέρυ
Τάξη : Α2 Λυκείου
Η προσφυγιά στα χρόνια μας
Ώρα με την ώρα
πρόσφυγες καταφτάνουνε στη χώρα
για να βρούνε μια ζωή
καλύτερη από αυτήν εκεί ,
σε μια χώρα τρομερή
που βομβαρδίζουν από εδώ κι εκεί
και να κρέμεται η ζωή
από μια μικρή κλωστή .
Κάθε μέρα βάρκες φτάνουν στα νησιά
με μικρά παιδιά γεμάτα από χαρά
γιατί γλιτώσανε του χάρου την αγκαλιά .
Θέλουνε να ζήσουνε ειρηνικά ,
πέρα από εκεί
που γίνονται βομβαρδισμοί .
Οι πρόσφυγες πεινάνε
και γι’ αυτό ζητάνε
ό,τι μπορούμε να τους πάμε για να φάνε.
Παιδιά με πνευμονία
καταφθάνουν στα νοσοκομεία .
Θέλουνε να φύγουνε από τη δική μας γη
μα δεν τους αφήνουνε οι Σκοπιανοί.
Να κάνουμε κάτι όλοι μαζί
Άνθρωποι είναι και αυτοί !
Τσαρτσάλη Χρυσάνθη - Ζωή
Τάξη: Β5 Γυμνασίου
« Πρόσφυγες , οι πιο δυνατοί άνθρωποι του κόσμου »
Ποτέ κανείς δεν θα άφηνε την πατρίδα του ,
το σπίτι του , τις αναμνήσεις του σ’ αυτό,
τα γέλια που ακόμα ακούγονται σαν μαγικά
από τις ξεχασμένες παλιές πλατείες της γειτονιάς ….
Κανείς δεν θα ρίσκαρε την οικογένειά του
και τη ζωή των παιδιών του,
εκτός εάν η ίδια η πατρίδα του ψιθύριζε
φοβισμένα στο αυτί :
-Φύγε ,δεν ξέρω τι έχω γίνει ,τρέξε μακριά μου να σωθείς ,
πήγαινε κάπου ήσυχα να κοιμηθείς.
Σε μια πόλη ,λοιπόν ,οπού όλα δείχνουν να θέλουν να σε σκοτώσουν..
Ακόμα και το παιδί που παλιά στο σχολείο
καθότανε στο ίδιο θρανίο με σένα
και σου έλεγε με την παιδική γλυκιά φωνή του
κάθε μέρα καλημέρα ,
τώρα κρατάει ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
και κυνηγάει για να σε σκοτώσει.
Δεν φεύγεις από την πατρίδα σου ,
εκτός εάν αυτή δεν σ’ αφήνει να μείνεις .
Και δεν είναι μόνο τα χτυπήματα,
το ξερίζωμα χεριών ,ο θάνατος μικρών παιδιών
που κλαίνε στους δρόμους ψάχνοντας την αγκαλιά
της μητέρας τους…
Είναι και τα λόγια…
Αυτά που δεν μένουν στο σώμα , αλλά στην ψυχή…
Αυτά που σε πονάνε περισσότερο…
Γιατί μερικές φορές τα λόγια από κάποιον
που τότε σε αγκάλιαζε , πίσω από το σχολείο
και σε πήγαινε τα βράδια σπίτι σου γιατί φοβόσουν ,
τώρα σε φοβίζουν ,σε πονάνε περισσότερο ακόμα και από μια μαχαιριά .
Έτσι αναγκάζεσαι να φύγεις ακόμα και αν δεν το θες.
Τρέχεις ιδρωμένος με τα δάκρυά σου να πέφτουν στο χώμα ,
στο χώμα που ξέρεις ότι δεν πρόκειται να ξαναπατήσεις .
Τρέχεις λαχανιασμένος … , φτάνεις στα σύνορα …
ενώ ο γείτονάς σου τρέχει πιο γρήγορα από σένα
κουβαλώντας στους ώμους του το τραυματισμένο παιδί του
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό.
Κανείς δε θα έβαζε τα παιδιά του μέσα σε βάρκες
να ταξιδεύουν για μέρες στην απέραντη θάλασσα
χωρίς τροφή , μόνο με φόβο και μια μικρή ελπίδα
που τρεμοσβήνει στην καρδιά τους ,
εκτός αν η θάλασσα ήταν πιο ασφαλής από τη στεριά.
Κανείς δε θα έτρεχε χιλιόμετρα
με τα πόδια του να ματώνουν από τα αγκάθια
και τα ρούχα του να σκίζονται …
Κανείς δε θα άντεχε να βλέπει τα παιδιά του να κρυώνουν
και να λιποθυμούν από την κούραση
εκτός εάν αυτά τα χιλιόμετρα σήμαιναν κάτι παραπάνω από ένα απλό ταξίδι.
Κανείς δε θα ήθελε να τον δέρνουν
και να του φωνάζουν άγρια χτυπώντας τον στην πλάτη.
Κανείς δεν θα επέλεγε να ρισκάρει τη ζωή του
και να αφήσει την πατρίδα του.
Κανείς δεν θα μπορούσε να ζητιανεύει,
για να μπορέσει να αγοράσει στο παιδί του ένα μικρό κομμάτι ψωμί,
ή να ψάχνει στα σκουπίδια για να επιβιώσει…
Κανείς δεν θ’άντεχε να πάει στη φυλακή
εκτός εάν εκεί ήταν ασφαλέστερα από τους βομβαρδισμένους δρόμους
όπου χθες έκανε χαρούμενος ποδήλατο με τους φίλους του.
Και ενώ λοιπόν , τρέχεις για να σωθείς ,σκέφτεσαι τη νέα σου πατρίδα ,
το μέλλον των παιδιών του ,το δικό σου ,
και τα δάκρυα δεν σ’αφήνουν να αναπνεύσεις…
Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και τρέχεις γρηγορότερα…
Πιάνεις το χέρι του φίλου σου που τρέχει δίπλα σου
για να νιώσεις ασφάλεια και συνεχίζεις ,
αφήνοντας πίσω σου ένα μεγάλο παρελθόν .
Φιλοκώστα Ειρήνη
Τάξη : Β5 Γυμνασίου
Η προσφυγιά στα χρόνια μας
Ώρα με την ώρα
πρόσφυγες καταφτάνουνε στη χώρα
για να βρούνε μια ζωή
καλύτερη από αυτήν εκεί ,
σε μια χώρα τρομερή
που βομβαρδίζουν από εδώ κι εκεί
και να κρέμεται η ζωή
από μια μικρή κλωστή .
Κάθε μέρα βάρκες φτάνουν στα νησιά
με μικρά παιδιά γεμάτα από χαρά
γιατί γλιτώσανε του χάρου την αγκαλιά .
Θέλουνε να ζήσουνε ειρηνικά ,
πέρα από εκεί
που γίνονται βομβαρδισμοί .
Οι πρόσφυγες πεινάνε
και γι’ αυτό ζητάνε
ό,τι μπορούμε να τους πάμε για να φάνε.
Παιδιά με πνευμονία
καταφθάνουν στα νοσοκομεία .
Θέλουνε να φύγουνε από τη δική μας γη
μα δεν τους αφήνουνε οι Σκοπιανοί.
Να κάνουμε κάτι όλοι μαζί
Άνθρωποι είναι και αυτοί !
Τσαρτσάλη Χρυσάνθη - Ζωή
Τάξη: Β5 Γυμνασίου
« Πρόσφυγες ,οι πιο δυνατοί άνθρωποι του κόσμου »
Ποτέ κανείς δεν θα άφηνε την πατρίδα του ,
το σπίτι του , τις αναμνήσεις του σ’ αυτό,
τα γέλια που ακόμα ακούγονται σαν μαγικά
από τις ξεχασμένες παλιές πλατείες της γειτονιάς ….
Κανείς δεν θα ρίσκαρε την οικογένειά του
και τη ζωή των παιδιών του,
εκτός εάν η ίδια η πατρίδα του ψιθύριζε
φοβισμένα στο αυτί :
-Φύγε ,δεν ξέρω τι έχω γίνει ,τρέξε μακριά μου να σωθείς ,
πήγαινε κάπου ήσυχα να κοιμηθείς.
Σε μια πόλη ,λοιπόν ,οπού όλα δείχνουν να θέλουν να σε σκοτώσουν..
Ακόμα και το παιδί που παλιά στο σχολείο
καθότανε στο ίδιο θρανίο με σένα
και σου έλεγε με την παιδική γλυκιά φωνή του
κάθε μέρα καλημέρα ,
τώρα κρατάει ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
και κυνηγάει για να σε σκοτώσει.
Δεν φεύγεις από την πατρίδα σου ,
εκτός εάν αυτή δεν σ’ αφήνει να μείνεις .
Και δεν είναι μόνο τα χτυπήματα,
το ξερίζωμα χεριών ,ο θάνατος μικρών παιδιών
που κλαίνε στους δρόμους ψάχνοντας την αγκαλιά
της μητέρας τους…
Είναι και τα λόγια…
Αυτά που δεν μένουν στο σώμα , αλλά στην ψυχή…
Αυτά που σε πονάνε περισσότερο…
Γιατί μερικές φορές τα λόγια από κάποιον
που τότε σε αγκάλιαζε , πίσω από το σχολείο
και σε πήγαινε τα βράδια σπίτι σου γιατί φοβόσουν ,
τώρα σε φοβίζουν ,σε πονάνε περισσότερο ακόμα και από μια μαχαιριά .
Έτσι αναγκάζεσαι να φύγεις ακόμα και αν δεν το θες.
Τρέχεις ιδρωμένος με τα δάκρυά σου να πέφτουν στο χώμα ,
στο χώμα που ξέρεις ότι δεν πρόκειται να ξαναπατήσεις .
Τρέχεις λαχανιασμένος … , φτάνεις στα σύνορα …
ενώ ο γείτονάς σου τρέχει πιο γρήγορα από σένα
κουβαλώντας στους ώμους του το τραυματισμένο παιδί του
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό.
Κανείς δε θα έβαζε τα παιδιά του μέσα σε βάρκες
να ταξιδεύουν για μέρες στην απέραντη θάλασσα
χωρίς τροφή , μόνο με φόβο και μια μικρή ελπίδα
που τρεμοσβήνει στην καρδιά τους ,
εκτός αν η θάλασσα ήταν πιο ασφαλής από τη στεριά.
Κανείς δε θα έτρεχε χιλιόμετρα
με τα πόδια του να ματώνουν από τα αγκάθια
και τα ρούχα του να σκίζονται …
Κανείς δε θα άντεχε να βλέπει τα παιδιά του να κρυώνουν
και να λιποθυμούν από την κούραση
εκτός εάν αυτά τα χιλιόμετρα σήμαιναν κάτι παραπάνω από ένα απλό ταξίδι.
Κανείς δε θα ήθελε να τον δέρνουν
και να του φωνάζουν άγρια χτυπώντας τον στην πλάτη.
Κανείς δεν θα επέλεγε να ρισκάρει τη ζωή του
και να αφήσει την πατρίδα του.
Κανείς δεν θα μπορούσε να ζητιανεύει,
για να μπορέσει να αγοράσει στο παιδί του ένα μικρό κομμάτι ψωμί,
ή να ψάχνει στα σκουπίδια για να επιβιώσει…
Κανείς δεν θ’άντεχε να πάει στη φυλακή
εκτός εάν εκεί ήταν ασφαλέστερα από τους βομβαρδισμένους δρόμους
όπου χθες έκανε χαρούμενος ποδήλατο με τους φίλους του.
Και ενώ λοιπόν , τρέχεις για να σωθείς ,σκέφτεσαι τη νέα σου πατρίδα ,
το μέλλον των παιδιών του ,το δικό σου ,
και τα δάκρυα δεν σ’αφήνουν να αναπνεύσεις…
Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και τρέχεις γρηγορότερα…
Πιάνεις το χέρι του φίλου σου που τρέχει δίπλα σου
για να νιώσεις ασφάλεια και συνεχίζεις ,
αφήνοντας πίσω σου ένα μεγάλο παρελθόν .
Φιλοκώστα Ειρήνη
Τάξη : Β5 Γυμνασίου