ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ.
Το δίκαιο που παράγεται από τα όργανα της ΕΕ κατά την άσκηση των εξουσιών που τους έχουν μεταβιβαστεί ονομάζεται παράγωγο δίκαιο της Ένωσης και αποτελεί τη δεύτερη σημαντική πηγή δικαίου της ΕΕ. Αποτελείται από νομοθετικές πράξεις, πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, εκτελεστικές πράξεις και άλλου είδους πράξεις. Ως «νομοθετικές πράξεις» νοούνται εν προκειμένω οι πράξεις οι οποίες εκδίδονται κατά τη συνήθη ή την έκτακτη νομοθετική διαδικασία (άρθρο 289 ΣΛΕΕ). «Πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση» είναι οι πράξεις μη νομοθετικού χαρακτήρα, οι οποίες ωστόσο έχουν καθολική και δεσμευτική ισχύ και με τις οποίες τροποποιούνται ή συμπληρώνονται ορισμένες μη ουσιαστικές διατάξεις μιας νομοθετικής πράξης. Αυτό γίνεται από την Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να είναι ρητά εξουσιοδοτημένη προς τούτο με νομοθετική πράξη όπου θα αναφέρονται οι στόχοι, το περιεχόμενο, το πεδίο εφαρμογής και η διάρκεια της εξουσιοδότησης. Το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύνανται να ανακαλέσουν την εξουσιοδότηση ανά πάσα στιγμή. Εξάλλου, για να τεθεί σε ισχύ η εξουσιοδότηση πρέπει να παρέλθει άπραγη η οριζόμενη στην εκάστοτε νομοθετική πράξη προθεσμία εντός της οποίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν δικαίωμα να εκφράσουν αντιρρήσεις (άρθρο 290 ΣΛΕΕ). Οι «εκτελεστικές πράξεις» αποτελούν εξαίρεση στην αρχή σύμφωνα με την οποία όλα τα μέτρα για την εκτέλεση των δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων της ΕΕ λαμβάνονται από τα κράτη μέλη με βάση τις εθνικές διατάξεις. Στην περίπτωση που για την υλοποίηση μιας νομικά δεσμευτικής πράξης της ΕΕ απαιτείται ο καθορισμός ενιαίων προϋποθέσεων, αυτός γίνεται με εκτελεστική πράξη την οποία κατά κανόνα εκδίδει η Επιτροπή ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Συμβούλιο. Εντούτοις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεσπίζουν εκ των προτέρων γενικούς κανόνες και αρχές σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής (άρθρο 291 ΣΛΕΕ). Τέλος, υπάρχει μια σειρά «λοιπών πράξεων» οι οποίες επιτρέπουν στα όργανα της ΕΕ να εκφράζουν μη δεσμευτικές γνώμες και προθέσεις ή ρυθμίζουν την εσωτερική λειτουργία της ΕΕ ή των οργάνων της, όπως στην περίπτωση των από κοινού συμφωνούμενων κανόνων, των διοργανικών συμφωνιών ή των εσωτερικών κανονισμών των οργάνων.
Εξετάζοντας τις νομικές πράξεις των οργάνων της ΕΕ με κριτήριο τον αποδέκτη τους και τα έννομα αποτελέσματα που επιφέρουν στα κράτη μέλη, το σύστημα των μέσων παρεμβάσεως της ΕΕ συνοψίζεται ως εξής:
ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ |
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ |
|
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ |
Όλα τα κράτη μέλη, φυσικά και νομικά πρόσωπα |
Άμεση ισχύς και δέσμευση σε όλα τα σημεία |
ΟΔΗΓΙΑ |
Όλα τα κράτη μέλη ή ορισμένα από αυτά |
Δεσμευτική όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, άμεση ισχύς μόνο υπό ειδικές προϋποθέσεις |
ΑΠΟΦΑΣΗ |
Αόριστος αριθμός ατόμων. Όλα τα κράτη μέλη ή ορισμένα από αυτά, ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα |
Άμεση ισχύς και δεσμευτική σε όλα τα σημεία |
ΣΥΣΤΑΣΗ |
Όλα τα κράτη μέλη ή ορισμένα από αυτά, άλλα όργανα της ΕΕ, μεμονωμένα άτομα |
Μη δεσμευτική |
ΓΝΩΜΗ |
Όλα τα κράτη μέλη ή ορισμένα από αυτά, άλλα όργανα της ΕΕ, αόριστος αριθμός αποδεκτών |
Μη δεσμευτική |
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΤΗΣ Ε.Ε..
Η τρίτη πηγή δικαίου συναρτάται με τον ρόλο της ΕΕ σε διεθνές επίπεδο. Ως παγκόσμιος πόλος έλξης, η Ευρώπη δεν μπορεί να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τις δικές της εσωτερικές υποθέσεις, αλλά οφείλει να καταβάλλει προσπάθειες για να προάγει τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές της σχέσεις με άλλες χώρες ανά τον κόσμο. Για τον σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνάπτει με κράτη μη μέλη της ΕΕ (τις λεγόμενες «τρίτες χώρες») και άλλους διεθνείς οργανισμούς διεθνείς συμφωνίες, οι οποίες αφορούν συμβάσεις διευρυμένης συνεργασίας στους τομείς της εμπορικής πολιτικής, της βιομηχανίας, της τεχνολογίας και της κοινωνικής πολιτικής έως και εμπορικές συμφωνίες για μεμονωμένα προϊόντα.