15-02-18 Σ/Ν για την Ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής: Η ομιλία του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστα Γαβρόγλου, στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής
Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, μια εμβληματική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, είναι αντικείμενο μιας πολύ συστηματικής μελέτης για πολλούς μήνες. Επίσης, είναι αντικείμενο πολύ συστηματικής μελέτης για πολλούς μήνες από μία Επιτροπή, η οποία πραγματικά μόχθησε πάρα πολύ. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τα μέλη της Επιτροπής η οποία ήταν και σε συνεχή αλληλεπίδραση κι αλληλοενημέρωση με τις Διοικήσεις των δυο ΤΕΙ. Εδώ έχουμε και ομόφωνες αποφάσεις των δύο Συγκλήτων. Επίσης, στο διά ταύτα, βασιστήκαμε και στις αξιολογήσεις που έχει κάνει η ΑΔΙΠ, σε έκθεση βιωσιμότητας και στην εξαιρετικά πλατιά διαβούλευση που έχει γίνει και για πρώτη φορά για τόσον καιρό επί αυτών των θεμάτων.
Σε αυτό θέλω να ξεχωρίσω την πρωτοφανώς θετική συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, πάρα πολλοί Δήμοι της περιοχής, συνέβαλαν στη βελτίωση όχι μόνο πτυχών του εγχειρήματος αλλά προσφέροντας και υλικές υποδομές για το μέλλον. Και αυτό ας το πιστωθούμε συνολικά ως κοινωνία και ας αποτελέσει συνολικά μία απάντηση και ως προς την αγωνία που έχει η κοινωνία μας για την αναβάθμιση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Τώρα υπάρχει πραγματικά μία ανάγκη αποκατάστασης της ακαδημαϊκής κανονικότητας στο χώρο των ΑΕΙ. Δεν το λέω για όσους είναι σήμερα στην αίθουσα, αλλά το λέω και για όσους μας ακούνε. Τα ΤΕΙ, από το 2002, είναι κι αυτά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Γιατί πάρα πολλές φορές γίνεται αυτό το λάθος, λέμε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Είναι λάθος: είναι Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Είναι Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής έχει κι ένα άλλο στοιχείο πολύ ενδιαφέρον. Έρχεται να θεραπεύσει μία αναντιστοιχία ανάμεσα σε μία ακαδημαϊκή πραγματικότητα και το θεσμικό καθεστώς των ίδιων των ΤΕΙ. Κι αυτό δεν είναι μόνον στο ΤΕΙ Αθηνών και στο ΤΕΙ Πειραιά. Το βλέπουμε και σε πάρα πολλά άλλα ΤΕΙ της χώρας μας γιατί πάρα πολλά τμήματα είναι de facto Πανεπιστημιακά. Όχι γιατί κάποια κυβέρνηση φρόντισε να τα κάνει, αλλά επειδή ο κόσμος, οι ακαδημαϊκοί, η δυναμική των πραγμάτων, τα διαμόρφωσε ως Πανεπιστημιακά Τμήματα. Εδώ λοιπόν υπάρχει κι ένα θέμα της αναγνώρισης μίας ακαδημαϊκής πραγματικότητας. Και το λέμε αυτό, γιατί πρέπει να είμαστε αυτοκριτικοί. Ξέρετε ότι δεν συνηθίζουμε, εγώ τουλάχιστον δεν συνηθίζω να λέω ότι ο τάδε φταίει, ο δείνα φταίει κτλ. Πάντως, να δεχτούμε ότι για περίπλοκους πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους, τα ΤΕΙ αφέθηκαν στην τύχη τους για δεκαετίες. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το να λέμε ότι όλα έγιναν ΑΕΙ το 2002 δεν βοηθάει γιατί δεν σημαίνει ότι έχεις μία φροντίδα, ότι έχεις μία στρατηγική. Γιατί εμείς δεν λέμε ότι πανεπιστημιοποιούνται όλα τα ΤΕΙ. Να είναι σαφές αυτό και θα επανέλθω.
Εδώ λοιπόν θα πρέπει να δούμε: Πρώτον, ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική της Πολιτείας για την αναβάθμιση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης κι εκεί μέσα και το μέλλον των ΤΕΙ. Και δεύτερον, όλοι μας θα πρέπει να έχουμε μία ευθύνη να πείσουμε πολλά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας ότι τα ΤΕΙ δεν είναι Πανεπιστήμια δεύτερης κατηγορίας. Γιατί αυτά που λέγονται ιδιωτικώς, ή κυκλοφορούν ή ψιθυρίζονται, δεν τιμούν κανέναν στην κοινωνία μας. Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ένα κοινωνικό και πολιτικό και ακαδημαϊκό πρόβλημα και καλούμαστε όλοι να δούμε με ποιο τρόπο μπορεί να γίνει αυτή η αναβάθμιση.
Η αναβάθμιση λοιπόν για μας, είναι τα νέα και σύγχρονα προγράμματα σπουδών. Είναι η αναγνώριση, όπως σας είπα, της ακαδημαϊκής πραγματικότητας όπως έχει διαμορφωθεί. Είναι η ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα ερευνητικών διεργασιών και βεβαίως να κατανοήσουμε και τη μεγάλη σημασία που έχει το διδακτικό προσωπικό. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί γνωρίζετε ότι ειδικά στα ΤΕΙ και ειδικά στα ΤΕΙ Αθηνών και Πειραιά, έχουμε διδακτικό προσωπικό πρώτης τάξης. Σας προκαλώ να δείτε βιογραφικά να δείτε όλα τα στοιχεία αυτά τα οποία είναι αναρτημένα.
Μέσα, λοιπόν, ακριβώς σ’ αυτή τη λογική προχωρήσαμε στη διερεύνηση των δυνατοτήτων για συνέργειες ανάμεσα στα ΤΕΙ και τα Πανεπιστήμια. Πώς το κάνουμε αυτό; Συγκροτούμε ομάδες εργασίας από άτομα που γνωρίζουν πολύ καλά τις τοπικές συνθήκες και ζητάμε οι επιτροπές αυτές να μας δώσουν ένα πόρισμα το οποίο έχει συνταχθεί με βάση αποκλειστικά ακαδημαϊκά κριτήρια. Το τι θα γίνει κοινωνικά και πολιτικά είναι δεύτερο και τρίτο στάδιο. Το πρώτο είναι τα ακαδημαϊκά κριτήρια. Στη συνέχεια το Υπουργείο παίρνει αυτήν την έκθεση, έρχεται σε επαφή με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, έρχεται σε επαφή με τους βουλευτές και στη συνέχεια παίρνει τις πολιτικές αποφάσεις. Δεν είναι το αντίστροφο! Δεν παίρνουμε πολιτικές αποφάσεις και μετά… βάζουμε τα δύο πόδια στο ίδιο παπούτσι. Δεν πάνε έτσι τα πράγματα στον ακαδημαϊκό κόσμο. Και σε αυτό έχουμε πραγματικά πρωτοφανείς επιτυχίες και οι πρωτοφανείς αυτές επιτυχίες είναι επειδή συνεργάζονται και άτομα τα οποία ανήκουν σε πολλούς πολιτικούς χώρους. Και το υπογραμμίζουμε αυτό. Δεν είναι ένα θέμα δικών μας -σε εισαγωγικά- ανθρώπων που κάνουν αυτές τις κινήσεις. Το τελευταίο που μας ενδιαφέρει είναι αυτό.
Με αυτή τη λογική κάναμε μία αντίστοιχη ομάδα εργασίας ανάμεσα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και το ΑΕΙ Ιονίων Νήσων, ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το ΤΕΙ Ηπείρου, ανάμεσα στο ΤΕΙ Θεσσαλίας και το ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας, ανάμεσα στο ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας όπως και το Πανεπιστήμιο Πατρών και το ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας. Από ορισμένα έχουμε ομόφωνες αποφάσεις, ορισμένα συνεχίζουν ακόμα να λειτουργούν. Αυτό τώρα τι σημαίνει; Ότι δεν υπάρχουν προβλήματα; Ότι δεν υπάρχουν αντιρρήσεις; Αλίμονο αν ήταν έτσι τα πράγματα. Αλλά έχει μεγάλη σημασία ότι όλοι, δέχονται τη νομιμότητα και την ορθότητα αυτής της διαδικασίας.
Είναι προφανές ότι εδώ θα έχουμε προβλήματα. Και τα προβλήματα σε ένα τόσο περίπλοκο εγχείρημα είναι προβλήματα ακαδημαϊκού χαρακτήρα, είναι προβλήματα προσωπικού χαρακτήρα, είναι προβλήματα τοπικού χαρακτήρα. Η χώρα δεν αλλάζει επειδή υπάρχει ένα σχέδιο αναβάθμισης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Το σημαντικό όμως είναι το εξής, κι αυτό πάλι το πιστώνεται ο τόπος μας συνολικότερα. Για πρώτη φορά καθίσανε άτομα από τα Πανεπιστήμια και άτομα από τα ΤΕΙ γύρω από το ίδιο τραπέζι και μέσα σε ένα βαρύ παρελθόν – γιατί το παρόν, δεν είναι ένα πράγμα αδιαμόρφωτο, έχει σχέση και με το παρελθόν όλων αυτών των προβληματισμών- όχι μόνο κατάφεραν να συνεννοηθούν αλλά έχουν κάνει κι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και προωθητικές προτάσεις.
Τώρα, να κάνω μία μικρή παρένθεση: Υπήρχαν εστίες -όχι στη διαδικασία της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα- που δεν φαντάζονταν ότι θα φτάσουμε στη σημερινή μέρα. Και βλέπουμε, πληροφορούμαστε και διαβάζουμε, για κάποιες «άτσαλες κινήσεις» με «πολιτικά κίνητρα». Επιμένω, όχι στο ΤΕΙ Αθηνών και Πειραιά ούτε και αυτά που σας ανέφερα πριν. Εμείς δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε σε τέτοιου είδους κινήσεις οι οποίες έχουν πολιτικά κίνητρα και όχι ακαδημαϊκά. Αυτό να είναι σαφές: δεν πρόκειται! Ο ακαδημαϊσμός είναι το πρώτο κριτήριο και θα είμαστε πολύ σκληροί με όλους όσοι θέλουν να μετατρέψουν το ακαδημαϊκό σε πολιτικό.
Στο σχέδιο αναβάθμισης, ένα από τα πολύ βασικά θέματα, όπως σας είπα, είναι το θέμα των προγραμμάτων σπουδών. Το δεύτερο, είναι η δημιουργία Τμημάτων κι έχει σημασία αυτό με επιστημολογική σαφήνεια -όχι μόνο με επιστημονική σαφήνεια, με επιστημολογική σαφήνεια- και το οποίο σχετίζεται μ’ αυτά που γίνονται διεθνώς. Αν δείτε πάρα πολλές ονομασίες Τμημάτων -για λόγους που όλοι γνωρίζουμε και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πάμε πίσω και να αναμοχλεύσουμε αυτά τα προβλήματα- είναι τουλάχιστον προβληματικά. Εμείς λοιπόν λέμε ότι δημιουργούμε μια σειρά από νέα Τμήματα και τα νέα αυτά Τμήματα, κατ’ αρχήν συμβαδίζουν με αντίστοιχα Τμήματα διεθνώς. Και τα Τμήματα αυτά δεν έχουν ασάφειες επιστημολογικού χαρακτήρα.
Ένα από τα πράγματα για τα οποία, ως γνωστόν, έχουμε κατηγορηθεί και κατά τη γνώμη μας έχουμε κατηγορηθεί πάρα πολύ άδικα είναι το θέμα της αριστείας. Και κυκλοφορούν γραπτά, είναι δημόσια, που λένε ότι ουσιαστικά παίρνεις τα ΤΕΙ τα οποία δεν αξίζουν τίποτα και τα κάνεις Πανεπιστήμιο και υποβαθμίζεις το Πανεπιστήμιο. Πρώτον, αν όντως υπάρχουν σε αυτήν την αίθουσα, κι ελπίζω να μην υπάρχει αυτή η προβληματική, θα ήθελα να αναπτυχθεί με σαφήνεια. Δεύτερον, να σας πω ότι τα δυο ΤΕΙ είναι μέλη της Γενικής Συνέλευσης του ΕΛΙΔΕΚ με πολύ αυστηρότερα κριτήρια από ό, τι έχουν ορισμένα Πανεπιστήμια που είναι εξ οφίτσιο επειδή είναι Πανεπιστήμια. Και θα σας παρακαλούσα, κι επειδή αυτά είναι δημόσια, να δείτε πόσα ερευνητικά προγράμματα έχουν πάρει αυτά τα Ιδρύματα, πόσες διακρίσεις έχουν. Να το δούμε και να μην το χρεώσουμε στον όποιον ΣΥΡΙΖΑ. Να το χρεώσουμε στον κόσμο που κατάφερε κι έφερε αυτά τα Ιδρύματα σε αυτό το επίπεδο της αριστείας.
Τώρα, υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα, στο οποίο το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής ελπίζουμε να πρωτοπορήσει. Και αυτό είναι η δημιουργία και η λειτουργία των διετών προγραμμάτων σπουδών. Με το Νόμο του Αυγούστου τα προγράμματα αυτά τα έχουμε ιδρύσει και με το συγκεκριμένο Νόμο νομοθετούμε για το πώς ακριβώς θα λειτουργήσουν.
Τα διετή προγράμματα σπουδών θα είναι προγράμματα στα οποία θα έχουν πρόσβαση προνομιακά οι πτυχιούχοι των ΕΠΑΛ, οι οποίοι επίσης δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Και ξέρετε τις σπουδαίες βελτιώσεις που έχουμε κάνει σε αυτόν τον τομέα τον οποίο όταν τον πήραμε στα χέρια μας ήταν σε ένα χάος. Τα παιδιά αυτά, λοιπόν, θα μπορούν να μπουν στα διετή προγράμματα σπουδών και να τα παρακολουθήσουν. Τα διετή προγράμματα σπουδών θα είναι υπό την εποπτεία του ακαδημαϊκού προσωπικού των Πανεπιστημίων, μαζί δε και με τους παραγωγικούς φορείς. Διότι, εμείς θέλουμε στο τέλος αυτών των προγραμμάτων σπουδών, τα παιδιά να παίρνουν κατευθείαν πιστοποιητικό ευρωπαϊκό επαγγελματικών προσόντων και θα μπορούν να έχουν κάνει πρακτική άσκηση. Γι αυτό δεν πρόκειται να ιδρύσουμε κανένα τέτοιο πρόγραμμα αν όλα αυτά τα στοιχεία -πρώτα της ακαδημαϊκότητας και δεύτερον της δυνατότητας ενός σοβαρού πιστοποιητικού- δεν είναι κατοχυρωμένα από πριν.
Άρα, μέσα από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής -γιατί τα δύο ΤΕΙ είναι τα μόνα τα οποία ήρθαν με πολύ συγκεκριμένες προτάσεις για τα διετή προγράμματα σπουδών, έχει έρθει και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων μαζί με το ΤΕΙ Ηπείρου και κάνουμε αντίστοιχες διεργασίες και εκεί- θα αρχίσει να δημιουργείται κι αυτός ο ακαδημαϊκά πρόσφορος και κοινωνικά ωφέλιμος και χρήσιμος θεσμός.
Τώρα, κάτι άλλο που κυκλοφορεί και όποιος έχει πρόβλημα, πρέπει -και θα σας παρακαλούσα κύριε Πρόεδρε να του δώσετε όσο χρόνο χρειάζεται- να μιλήσει εδώ για το θέμα της κρίσης των καθηγητών. Διότι το θέμα της κρίσης των καθηγητών είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, είναι ένα ζήτημα που δεν πρέπει να ειδωθεί με την οπτική ότι οι δεύτερης κατηγορίας καθηγητές των ΤΕΙ θα γίνουν καθηγητές πανεπιστημίου. Αυτό πραγματικά δεν τιμά κανέναν μας. Έχουμε, και αν θέλετε μπορώ να καταθέσω στα πρακτικά, τα προσόντα που χρειάζονται οι επίκουροι και αναπληρωτές καθηγητές στα ΤΕΙ και έχουμε πίνακες που συγκρίνουν τα προσόντα αυτά με τα προσόντα των επικούρων και αναπληρωτών στα Πανεπιστήμια. Και θα δείτε ότι είναι πολύ υψηλότερα. Στους καθηγητές πρώτης βαθμίδας δεν είναι το ίδιο. Και εκεί προβλέπεται μία συγκεκριμένη διαδικασία κρίσης. Αλλά η κρίση δεν είναι τιμωρία. Η κρίση δεν είναι εξευτελισμός. Η κρίση είναι ένας τρόπος αναγνώρισης μιας ακαδημαϊκής πραγματικότητας. Και εδώ δεν κάνω έκκληση για γενναιοδωρία, δεν κάνω έκκληση για χατίρια, κάνω έκκληση για ακαδημαϊκότητα. Και με αυτή την έννοια εμείς είμαστε σίγουροι ότι δεν θα υπάρχει κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα και κυρίως ελπίζουμε να μην υπάρχει καμία συζήτηση για το ποιος έχει το μονοπώλιο της κρίσης. Δηλαδή, δεν υπάρχουν μονοπώλια της κρίσης. Η μόνη κρίση στην επιστήμη είναι αν η ακαδημαϊκή κοινότητα η διεθνής σε αναγνωρίζει ή όχι. Όλα τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες. Και ξέρουμε υπάρχει κόσμος εκτός Πανεπιστημίων που τον θαυμάζει η ακαδημαϊκή κοινότητα διεθνώς, όχι στο συγκεκριμένο εγχείρημα και υπάρχουν άνθρωποι με 500 οφίτσια που δεν τους δίνει σημασία η ακαδημαϊκή κοινότητα διεθνώς. Άρα εδώ πεδίο δόξης λαμπρόν να επανακτηθεί η ακαδημαϊκότητα σε όλα τα επίπεδα.
Τώρα, υπάρχουν ορισμένα προβλήματα. Όπως σας είπα στην αρχή, αλίμονο αν δεν υπήρχαν. Και θα σας πω πώς προτείνουμε να αντιμετωπιστούν και μέσα από τη συζήτηση είμαι σίγουρος ότι θα υπάρχουν και οι αναγκαίες μετακινήσεις ανάλογα με την επιχειρηματολογία.
Το θέμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων είναι ένα από τα εξαιρετικά δύσκολα ζητήματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης του τόπου μας. Είναι επί δεκαετίες. Ήδη από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία, και μάλιστα είναι εδώ και η Αναπληρώτρια Υπουργός, η κυρία Αναγνωστοπούλου, άρχισε να συζητείται το θέμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων ΤΕΙ. Συνεχίζουμε εμείς αυτή τη συζήτηση με αποκορύφωμα τη συγκρότηση επιτροπών ανάμεσα σε εκπροσώπους των Πολυτεχνείων και των διπλωματούχων Μηχανικών και των Τμημάτων Μηχανικών των ΤΕΙ και πτυχιούχων Μηχανικών των ΤΕΙ. Εμείς λοιπόν τι κάνουμε; Συλλέγουμε τα Προγράμματα Σπουδών και κυρίως τις προτάσεις που μας έχουν έρθει και κωδικοποιούμε τα επαγγελματικά δικαιώματα συγκρίνοντάς τα με τα αντίστοιχα της Ευρώπης. Και με τα συναρμόδια υπουργεία θα προχωρήσουμε στην έκδοση των Προεδρικών Διαταγμάτων. Όποιο επαγγελματικό δικαίωμα έχουν οι απόφοιτοι μέχρι τώρα, δεν θίγεται. Όσοι αποφοιτήσουν από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής θα έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με αυτά των αποφοίτων μέχρι τώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι έχουν την ίδια εκπαίδευση. Προφανώς η επιστήμη προχωράει, τα Προγράμματα Σπουδών ανανεώνονται σε κάθε τομέα. Άλλο θέμα είναι τι εκπαίδευση παίρνει ο καθένας και άλλο το θέμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Και αυτό είναι ένα θέμα που, αν χρειαστεί οτιδήποτε, δεν πρόκειται να προχωρήσουμε αν δεν υπάρχει απόλυτη συναίνεση με οποιονδήποτε. Επαναλαμβάνω για να μην έχουμε παρεξηγήσεις. Δεν θίγεται κανένα από τα επαγγελματικά δικαιώματα. Δεύτερον, προχωράμε ήδη στη λειτουργία των επιτροπών. Δεν λέω στη συγκρότηση αλλά στη λειτουργία των επιτροπών, και μάλιστα έχουν προχωρήσει πάρα πολύ, για να προχωρήσουν επαγγελματικά δικαιώματα τομέων που δεν έχουν ακόμα επαγγελματικά δικαιώματα και οι απόφοιτοι θα έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με όσους έχουν αποφοιτήσει.
Θα μου επιτρέψετε ένα σχόλιο, και το λέω έτσι πολιτικά γιατί εδώ μέσα έχουμε πράγματι πολλές φορές συνεννοηθεί σε πολύ περίπλοκα ζητήματα. Υπάρχει μία συντεχνιοποίηση στην κοινωνία μας. Και μπορεί ο πιο σοβαρός κίνδυνος για τη δημοκρατία μακροπρόθεσμα να είναι αυτή η συντεχνιοποίηση. Διότι η συντεχνιοποίηση υπονομεύει μία κοινωνία που βασίζεται στη συναίνεση. Εγώ λέω ότι υπάρχουν πολλά προβλήματα, ακόμα και σε εκείνα τα επαγγελματικά δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα. Ωραία, υπάρχουν τρόποι να λυθούν αυτά. Δεν μπορεί όμως να λυθούν με βάση εντάσεις, που καμιά φορά κρύβουν τα σοβαρά επιχειρήματα και ανάγουν το πρόβλημα αυτό σε μαύρο-άσπρο.
Τώρα, για τους αποφοίτους και των συγκεκριμένων ιδρυμάτων και των άλλων αντίστοιχων γνωστικών περιοχών: Καταρχήν όσοι ήδη φοιτούν, αυτοί με δική τους δήλωση θα πουν αν θέλουν να πάρουν πτυχίο ΤΕΙ ή αν θέλουνε να πάρουν πτυχίο από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Όσοι πουν ότι θέλουν να πάρουν πτυχίο ΤΕΙ, θα ολοκληρώσουν τις σπουδές τους όπως θα τις ολοκλήρωναν. Για αυτούς που θέλουν να πάρουν πτυχίο Πανεπιστημίου, θα πρέπει κάθε τμήμα καινούριο που ιδρύεται, μέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις όπως γίνεται χρόνια τώρα, να αποφασίσει τι πρόσθετα μαθήματα, τι πρόσθετα σεμινάρια πρέπει να πάρουν, αναγνωρίζοντας ήδη κάποια, ώστε να πάρουν πτυχίο Πανεπιστημίου.
Εδώ τώρα θα πρέπει να δούμε τι έχει γίνει με τους αποφοίτους. Όπως καταλαβαίνετε δεν μπορεί τίποτα να γίνει αυτόματα. Είναι άδικο. Εκείνο που θα γίνει είναι το εξής: Θα υπάρχουν -πάλι με πρόταση της Διοικούσας Επιτροπής, όπου θα γίνει συνεννόηση και με τα Τμήματα- ευνοϊκότερες διατάξεις ως προς τις κατατακτήριες εξετάσεις. Και όταν κάνεις κατατακτήριες εξετάσεις, αν πας σε έναν κλάδο ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με το πτυχίο που πήρες, το κάνεις απ’ την αρχή. Αν έχει κάποια σχέση, αναγνωρίζονται μαθήματα. Αυτή είναι η συνήθης πρακτική και είναι και πολύ σωστή πρακτική. Εδώ λοιπόν το κάθε Τμήμα θα πει ποια μαθήματα θα αναγνωρίσει στα παιδιά που θα πάρουν κατατακτήριες εξετάσεις. Και βεβαίως αυτό δεν θα είναι μόνο για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, θα είναι και για τις υπόλοιπες συνέργειες και για όλους τους κλάδους.
Τώρα τελειώνω πάλι με κάτι που εμείς δεν καταλαβαίνουμε γιατί έχει γίνει τόση φασαρία. Και αυτό είναι για το θέμα της υποχρεωτικής δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης. Τα λέω όλα τα προβλήματα για να μην θεωρηθεί ότι τα βάζουμε κάτω απ’ το χαλί. Η ελληνική κοινωνία για δεκαετίες έχει μία αξίωση από την Πολιτεία. Να δημιουργήσει αξιόπιστες κοινωνικές δομές, αποτελεσματικές κοινωνικές δομές, να δημιουργήσει σοβαρές κοινωνικές δομές και σε αυτές η Εκπαίδευση και η Υγεία είναι οι πρώτες. Δεν λέω ότι αρχίζουμε απ’ το μηδέν. Θα ήτανε πραγματικά υπερφίαλο. Πάντως, ο στόχος είναι να μιλήσουμε στην κοινωνία και να της πούμε ότι υπάρχει σχέδιο για δημιουργία αξιόπιστων δομών, και όσον αφορά εμάς, εκπαιδευτικών δομών. Τώρα, το πιο δύσκολο πρόβλημα σε μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση -το πιο δύσκολο, και από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα είναι ελάχιστες φορές που έχει γίνει αυτό- δεν είναι να αποτυπώσεις το οραματικό σου στοιχείο, δεν είναι να αποτυπώσεις το τελικό στάδιο, όσο είναι να επεξεργαστείς τις μεταβατικές περιόδους. Διότι δεν αρχίζεις από το μηδέν. Δεν πατάς ένα κουμπί να πεις «ωραία, εμείς τώρα αρχίζουμε από το μηδέν, δημιουργούμε ένα πράγμα από την αρχή». Πάντα, στην εκπαίδευση ειδικά, έχεις αυτή τη μεταβατική περίοδο. Και επειδή η εκπαίδευση είναι και θέματα νοοτροπιών, είναι θέματα που αγγίζουν όλη την οικογένεια και όλη την κοινωνία, αυτό το ζήτημα της μεταβατικότητας θέλει πάρα πολύ μεγάλη προσοχή. Εμείς λοιπόν, αυτό που λέμε είναι ότι προτείνουμε την καθιέρωση της υποχρεωτικής δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης στο πλαίσιο της καθιέρωσης της δεκατετράχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Νομίζω ότι αυτό είναι πεντακάθαρο. Το ερώτημα είναι με ποια μετάβαση και με ποια βήματα μεταβατικά θα μπορέσουμε να φτάσουμε αυτό, όχι σε ένα απώτερο και οραματικό παρελθόν, αλλά σχετικά άμεσα. Γιατί σίγουρα αυτό δεν μπορεί να γίνει αύριο. Η δική μας πρόταση είναι ότι αυτό μπορεί να γίνει σε τρία χρόνια. Και δεσμευόμαστε στο σχέδιό μας να γίνει αποτίμηση και κριτική αν αυτό το πράγμα είναι δυνατόν να γίνει ή όχι, και εμείς πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να γίνει αυτό.
Τώρα, ως προς τη δίχρονη προσχολική εκπαίδευση, που συνήθως είναι τα νήπια από 4άρων μέχρι 6 ετών. Η Πολιτεία προγραμματίζει την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων σε όλη την Ελλάδα, σε μία τριετία, σε συνεργασία με τους δήμους. Διότι δεν έχει κανένα νόημα να λες «ωραία, τώρα θα την κάνω υποχρεωτική» και να έχεις μεγάλα προβλήματα με τις υποδομές, να έχεις μεγάλα προβλήματα δημοσιονομικά, να έχεις μεγάλα προβλήματα με τους εκπαιδευτικούς κλπ. Λέμε λοιπόν εμείς ότι μέχρι το τέλος της τριετίας που θα εξασφαλιστούν όλες αυτές οι προϋποθέσεις, από τον Σεπτέμβριο αρχίζουμε σταδιακά για να πείσουμε την ελληνική κοινωνία, όχι ότι στα τρία χρόνια θα είναι όλα μαζί, αλλά ότι ήδη αρχίζουμε από τώρα και σε 240 περίπου δήμους θα έχουν οι οικογένειες τη δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους δύο χρόνια νηπιαγωγείο.
Τώρα, είναι αδύνατο-και το τονίζω, είναι αδύνατο- να υπάρξει μια σοβαρή προσπάθεια δημιουργίας εκπαιδευτικών δομών και ιδιαίτερα νηπιαγωγείων, χωρίς ταυτόχρονη-και είναι υπογραμμισμένο το ‘ταυτόχρονη’- αναβάθμιση των παιδικών σταθμών. Τα δύο πάνε χέρι-χέρι. Εμείς λοιπόν λέμε ότι οτιδήποτε περνάει και σε συνεργασία με τους δήμους. Και το λέμε αυτό γιατί αν ο στόχος είναι οι αξιόπιστες εκπαιδευτικές δομές, οι αξιόπιστες εκπαιδευτικές δομές μπορούν να γίνουν δυνατές μόνο μέσα από έναν προγραμματισμό με όλους τους αντίστοιχους φορείς της κοινωνίας.
Με αυτή τη λογική λοιπόν, έχει πολύ μεγάλη σημασία η αναβάθμιση της εκπαίδευσης των βρεφονηπιοκόμων. Εμείς θεωρούμε ότι αυτό επιτυγχάνεται με το να ιδρύσουμε –και θα μπορούσαμε να μην ιδρύσουμε, είναι πολιτική απόφαση να ιδρύσουμε- Τμήμα που να εκπαιδεύει βρεφονηπιοκόμους πανεπιστημιακού επιπέδου. Δεύτερον, τα Τμήματα τα αντίστοιχα στα ΤΕΙ παραδοσιακά ήταν στις Σχολές Υγείας. Εμείς δεν νομίζουμε ότι πρέπει να είναι στις Σχολές Υγείας. Νομίζουμε ότι πρέπει να είναι στις Σχολές Κοινωνικών Επιστημών, όπως είναι τα αντίστοιχα τμήματα των Εκπαιδευτικών. Επίσης, στη νέα ονομασία στο Τμήμα αυτό αντανακλάται η πρώιμη παιδική ηλικία που είναι από 0-4. Και άρα μιλάμε για μία αναβάθμιση της εκπαίδευσης των βρεφονηπιοκόμων, που ανοίγει πια δυνατότητες έρευνας διαφορετικές, δυνατότητες διεπιστημονικότητας διαφορετικές και κυρίως ανοίγει μία συζήτηση δική μας και με την Τοπική Αυτοδιοίκηση για να δούμε πώς σε αυτή την περίοδο θα μπορέσουν να αναβαθμιστούν όλα, δηλαδή και οι παιδικοί σταθμοί και τα νηπιαγωγεία. Και βεβαίως ξέρετε ότι η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί και το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, ότι θα ενισχυθούν, από τον Σεπτέμβριο μάλιστα, οι παιδικοί σταθμοί. Το λέμε αυτό γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να παραπονιόμαστε όλοι ότι υπάρχει υπογεννητικότητα, να παραπονιόμαστε όλοι ότι οι νέοι έχουν τεράστια προβλήματα να μπορέσουν να δημιουργήσουν οικογένειες. Μία κοινωνία που δεν έχει κοινωνικές δομές, που δεν προσφέρει τέτοιου είδους παροχές στα νέα ζευγάρια, αφήνει πραγματικά τα νέα ζευγάρια στην τύχη τους.
Εμείς λοιπόν λέμε ότι μέσα από αυτό συνολικά θα δώσουμε και μία ειλικρινή υπόσχεση στα νέα ζευγάρια για το αύριο. Όλα αυτά που σας είπα μπορώ να σας τα τεκμηριώσω και με αριθμούς. Με συγχωρείτε γιατί έχω μιλήσει πολύ, εκείνο όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το εξής: Είπαμε τα θετικά, είπαμε τα προβλήματα ή τις «γωνίες» αν θέλετε, το σημαντικό είναι να υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις, ώστε ως το τέλος της συζήτησής μας να μπορέσουμε να βελτιώσουμε αυτό που έχουμε καταθέσει.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Η Δευτερολογία του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Κ. Γαβρόγλου στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων