02-08-18 Η ομιλία του ΑΝΥΠ Κώστα Φωτάκη στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση για την ψήφιση του Σ/Ν του ΥΠΠΕΘ με τίτλο «Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιόνιο Πανεπιστήμιο και άλλες διατάξεις»
Δεν θα παρακολουθήσω τον κ. Λοβέρδο στην έκρηξη τυμβωρυχίας που επέδειξε στην παρέμβασή του για τα τραγικά γεγονότα της περασμένης εβδομάδας. Τώρα προέχουν τα έργα κι όχι τα λόγια. Όλες οι αιτίες εξετάζονται, όλα θα έλθουν στο φως.
Εδώ θα επικεντρωθώ σε δύο καινοτόμες παρεμβάσεις που περιέχει το νομοσχέδιο:
Τις εντάξεις Τμημάτων ΤΕΙ στα Πανεπιστήμια και την ίδρυση Πανεπιστημιακών Ερευνητικών Κέντρων (ΠΕΚ).
Πρόκειται για βαθιά μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις που συντελούν στη διαμόρφωση της Οικονομίας της Γνώσης και προετοιμάζουν τη χώρα για το ρόλο και την έγκαιρη παρουσία της στις επερχόμενες μεταβολές στα μέσα παραγωγής, στην προώθηση και κατανάλωση προϊόντων και στους τρόπους παροχής υπηρεσιών, με αφετηρία τις αλματώδεις τεχνολογικές εξελίξεις στο πλαίσιο της λεγόμενης τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.
Καταρχάς, θα ήθελα να σημειώσω ότι η αδράνεια είναι η δύναμη που αντιτίθεται σε κάθε κίνηση προς τα εμπρός, η άρνηση της μετακίνησης από ένα ξεπερασμένο status quo, είναι το στοιχείο που αντιστέκεται σε κάθε τέτοια αλλαγή.
Αυτό αποτυπώνεται καθαρά σε ορισμένες θέσεις που συχνά εκφράζει η Αντιπολίτευση για το νέο χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης, και τον αναβαθμισμένο ρόλο της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Ένα ρόλο που ενσωματώνει και εμπλουτίζει εκείνα τα ποιοτικά στοιχεία που αδιαμφισβήτητα υπάρχουν στα ΤΕΙ και στα Πανεπιστήμια.
Κι όλα αυτά γίνονται μετά από συζήτηση. Συζήτηση μεταξύ των Ιδρυμάτων και μεταξύ των Ιδρυμάτων και της Κυβέρνησης. Μιας συζήτησης που διαχρονικά αποτελούσε ταμπού για κάθε σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια στην Παιδεία. Πρόκειται για τη σύμπραξη δυνάμεων μεταξύ ΤΕΙ και Πανεπιστημίων. Η Κυβέρνηση τολμά και ανοίγει αυτό το θέμα.
Για το λόγο αυτό η κάθετη άρνηση κάθε συζήτησης από ορισμένα Πανεπιστήμια ουσιαστικά αποτελεί την πιο ακραία έκφραση Αδράνειας και Αναχρονισμού.
Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,
Τα τελευταία χρόνια ακούμε τακτικά για συγχωνεύσεις ή διασπάσεις ακαδημαϊκών και ερευνητικών Ιδρυμάτων. Κάποιες μάλιστα από αυτές τις συγχωνεύσεις επιβλήθηκαν στο παρελθόν με τρόπο μηχανιστικό και ανορθόδοξο, ως αποτέλεσμα μνημονιακών επιταγών, οδηγώντας συχνά σε στρεβλές συγχωνεύσεις, χωρίς κανένα ουσιαστικό πολλαπλασιαστικό όφελος.
Η σημερινή προσπάθεια ένταξης ποιοτικών Τμημάτων των ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια και ο ταυτόχρονος εμπλουτισμός Πανεπιστημιακών Σχολών με θέματα της σύγχρονης επιστήμης, σαφώς απέχει από τις πρακτικές του παρελθόντος, σαφώς δεν επιβάλλεται από κανέναν. Οι πρωτοβουλίες λαμβάνονται από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα πάντα με γνώμονα την αναβάθμιση των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ. Η Πολιτεία παρέχει το πλαίσιο και τις προϋποθέσεις για να επιτευχθεί αυτό.
Στο σημείο αυτό, θεωρώ ότι υπάρχει ένα βασικό, ένα κεντρικό κριτήριο που θα πρέπει να καθορίζει κάθε προσπάθεια συγχώνευσης ή διάσπασης ακαδημαϊκών ή ερευνητικών δομών.
Είναι το κριτήριο που αφορά την Προστιθέμενη Αξία που προκύπτει. Την προστιθέμενη ακαδημαϊκή, επιστημονική, οικονομική και κοινωνική αξία. Όλα αυτά πρέπει να εξετασθούν σε λεπτομέρεια, με ανοιχτό βλέμμα και έξω από το κουτί.
Ο συνδυασμός αυτών των τεσσάρων στοιχείων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε τέτοιο εγχείρημα. Κι ακόμα κάτι: η βέλτιστη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και των υποδομών που υπάρχουν στα Ιδρύματα είναι αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του. Σε αυτό το κριτήριο ανταποκρίθηκε η συζήτηση που έγινε για το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Η ένταξη συγκεκριμένων τμημάτων των ΤΕΙ στην Πανεπιστημιακή δομή μπορεί να εμπλουτίσει και να εκσυγχρονίσει τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται και να αναβαθμίσει το εκπαιδευτικό έργο. Αυτό αναμένεται να συμβεί στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Ταυτόχρονα σε ένα Πανεπιστήμιο πρέπει να γίνεται Έρευνα, ελεύθερη επιστημονική Έρευνα για την παραγωγή νέας Γνώσης. Αλλιώς θα ήταν απλά ένα φροντιστηριακού τύπου Ίδρυμα.
Έχοντας ως βάση τις παραπάνω σκέψεις θα ήθελα να εστιάσω στην Ίδρυση των ΠΕΚ και τη συσχέτισή τους με τα ΕΚ του Ν.4310, δηλαδή τα ΕΚ εθνικής εμβέλειας που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ.
Και σε αυτή την περίπτωση το ερώτημα είναι: Προκύπτει προστιθέμενη αξία από την Ίδρυση των ΠΕΚ;
Ο προσδιορισμός των ομοιοτήτων και των διαφοροποιήσεων μεταξύ των ΑΕΙ και των ΕΚ μπορεί να διευκολύνει την απάντηση στο ερώτημα αυτό.
Τα Πανεπιστήμια έχουν ως κεντρική στόχευση την παροχή εκπαιδευτικού έργου βάσης, τη δημιουργία νέας Γνώσης και τη διάχυση της Γνώσης αυτής. Στο πλαίσιο αυτό ένα Πανεπιστημιακό τμήμα καλείται να προσφέρει εκπαίδευση σε όλες τις βασικές κατευθύνσεις του Τομέα του.
Για παράδειγμα ένα Τμήμα Φυσικής θα πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους τομείς της Φυσικής, κάτι αναγκαίο για την ολοκληρωμένη εκπαίδευση των φοιτητών.
Ένα Πανεπιστήμιο, ιδιαίτερα εάν λειτουργεί στην Περιφέρεια, θα πρέπει επίσης να συνεισφέρει στην αναπτυξιακή προσπάθεια και να είναι ευαίσθητο στις ιδιαίτερες καταστάσεις που επικρατούν στην περιοχή. Αυτή είναι η περίπτωση των ΠΕΚ που ιδρύονται στα δύο Πανεπιστήμια του νομοσχεδίου.
Με το σκεπτικό αυτό, επιλεγμένες ερευνητικές δραστηριότητες μπορεί να συνδυαστούν στο πλαίσιο των ΠΕΚ ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη αξιοποίηση και συντονισμό των δυνάμεων που διαθέτει το Πανεπιστήμιο, δηλαδή του ανθρώπινου δυναμικού και των υποδομών. Η δημιουργία των ΠΕΚ αποτελεί στρατηγική επιλογή του ίδιου του Πανεπιστημίου και έκφραση αυτοπροσδιορισμού του.
Η στόχευση είναι διπλή:
Από τη μία η μεγιστοποίηση της ανάδειξης και ενίσχυσης επιστημονικών δυνατοτήτων που υπάρχουν, ιδιαίτερα σε επιστημονικές περιοχές με έντονη διεπιστημονικότητα. Το στοιχείο αυτό μπορεί να συντελέσει στην αύξηση της διεθνούς παρουσίας και ανταγωνιστικότητας του Πανεπιστημίου.
Από την άλλη η ύπαρξη του ΠΕΚ μπορεί να προσδώσει αξία και να συνεισφέρει στην οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη της Περιφέρειας όπου δραστηριοποιείται το Πανεπιστήμιο, στηρίζοντας ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά. Αυτός ο στόχος προωθείται με τα ΠΕΚ που ιδρύονται στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Όσον αφορά τα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ) του Ν. 4310, αυτά είναι αυτοδύναμα και εθνικής εμβέλειας. Οι επιλογές γίνονται από την Πολιτεία σε στοχευμένες ερευνητικές περιοχές. Η στοχευμένη Έρευνα που επιτελείται σε αυτά συντελεί είτε στην Ανάπτυξη με βάση την Οικονομία της Γνώσης είτε στην παροχή εξειδικευμένων επιστημονικών υπηρεσιών προς την Πολιτεία.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ) με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) για τη μελέτη της θαλάσσιας ρύπανσης και οι δραστηριότητες του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Φυσικών Επιστημών Δημόκριτος (ΕΚΕΦΕ Δ) ΚΑΙ ΤΟΥ Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) στη μικροηλεκτρονική.
Κατά συνέπεια, υπάρχει σαφής διαφοροποίηση των ΕΚ από τα ΠΕΚ και βέβαια επικρατούν διαφορετικά κριτήρια επιλογών σκοπιμότητας και βιωσιμότητας αφού τα ΕΚ είναι ανεξάρτητα και κινούνται σε ευρύτερο εθνικό επίπεδο. Βεβαίως, η ισχυρή ώσμωση μεταξύ όλων των Ερευνητικών Δομών αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας τους.
Κυρίες και Κύριοι βουλευτές,
Το προς ψήφιση νομοσχέδιο είναι μία ακόμη ριζοσπαστική προσέγγιση σε θέματα που προσαρμόζουν την Παιδεία και την Έρευνα στα σύγχρονα δεδομένα και απαιτήσεις της χώρας και συμβάλλουν στην διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού προτύπου. Ενός αναπτυξιακού προτύπου που βασίζεται στην Οικονομία της Γνώσης. Το νομοσχέδιο αποτελεί ένα σαφές, συγκεκριμένο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.